Γλωσσάρι


Περιήγηση στο γλωσσάριο χρησιμοποιώντας αυτό το ευρετήριο

Ειδικά | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | 0 | 1 | 2 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7 | 8 | 9 | ΟΛΑ

T

Third- party app

Μια εφαρμογή που παρέχεται από έναν προμηθευτή διαφορετικό από τον κατασκευαστή της συσκευής. Για παράδειγμα, το iPhone διαθέτει τη δική του εφαρμογή κάμερας, αλλά έχουν υπάρξει εφαρμογές κάμερας από τρίτους που προσέφεραν προηγμένες λειτουργίες, όπως χρονοδιακόπτη αυτοφωτογράφησης και απλή επεξεργασία. Μέχρι η Apple να ενσωματώσει τις ίδιες βελτιώσεις στα δικά της προϊόντα, οι εφαρμογές τρίτων προσφέρουν πλεονεκτήματα στον χρήστη.